υπογραμμισμός

υπογραμμισμός
ο, Ν
η υπογράμμιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπογραμμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπογραμμισμός — ο βλ. υπογράμμιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπογράμμιση — η 1. το να τραβήξει κανείς γραμμή κάτω από λέξεις ή φράσεις γραμμένες ή τυπωμένες, υπογραμμισμός. 2. μτφ., έξαρση λέξης ή φράσης, ιδιαίτερη σημασία ή αξία, υπογραμμισμός: Η υπογράμμιση της ποιότητας των ελληνικών κρασιών έγινε από τον υπουργό στο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμφαση — η 1. σαφής δήλωση μιας έννοιας. 2. έντονη έκφραση, υπογραμμισμός: Πρόφερε το «ναι» με έμφαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”